- χωριατόπουλο
- το, θηλ. χωριατοπούλα, Νχωριατόπαιδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + -πουλο*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωριατόπουλο — το βλ. χωριατόπαιδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη … Dictionary of Greek
χωριατοπούλα — η, Ν βλ. χωριατόπουλο … Dictionary of Greek
χωριατόπαιδο — το, Ν νεαρός χωρικός, χωριατόπουλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωριάτης + παιδί] … Dictionary of Greek
επαρχιωτόπουλο — το θηλ. ούλα παιδί ή νεαρό άτομο που κατοικεί στην επαρχία ή κατάγεται από εκεί (πρβλ. χωριατόπουλο, χωριατοπούλα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωριατοπούλα — η θηλ. του χωριατόπουλο, μικρή χωριάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωριατόπαιδο — χωριατόπαιδο, το και χωριατόπουλο, το νεαρός χωριάτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)